παιδικός

παιδικός
παιδ-ικός, ή, όν,
A of a child,

θρίξ IG12(5).173

iii 4 ([place name] Paros);

χιτών PTeb.127

(ii B. C.);

ἡλικία Demetr.

Lac.Herc.1055.10; for or like a child, whether boy or girl, but more commonly the former, boyish,

ἔρως Pl.R.608a

, cf. S.Fr.841;

πέος Ar.Lys.415

; π. χορός the chorus of boys, Lys.21.4; π. δῶρον a present for a child, Arist.EN1123a15; π. ἁμαρτίαι, φιλίαι, ib.1119a34, 1165b26; π. μαθήματα the elementary sciences, chiefly geometry, Plb.9.26a.4;

π. μέτρησις Str.2.4.2

;

παλαίστρα SIG577.84

(Milet., iii/ii B. C.); τὸ π. νικᾶν to win in the boys' games, IG5(1).275, al. (Sparta, also written [full] παιδιχόν, ib.260, al.); π. αὐλός, opp. παρθένιος, Arist.HA581b11.
2 playful, sportive,

λόγοι X.Ages.8.2

; opp.σπουδαῖος, Pl.Cra.406c. Adv. -κῶς, opp. σπουδαίως, ibid., Id.Ly.211a, etc.
3 puerile,

φθόνος Id.Phlb.49a

;

ἠλίθιον καὶ λίαν π. Arist.EN1176b33

.
II of or for a beloved youth, ὕμνοι π. love-songs, B.Fr.3.12; π. λόγος a love-tale, X.Cyr.1.4.27; παιδικά (sc. μέλη), such as the twenty-ninth Idyll of Theoc.
III as Subst. [full] παιδικόν, τό, boys' gymnasium, AJA18.329(i B. C.): but mostly,
2 darling, favourite, minion,

μηδὲ παλλακὴν μηδὲ π. ἔχειν PTeb.104.20

(i B. C.):—elsewh. in pl. (of a single person) [full] παιδικά, ῶν, τά, mostly of a boy, S.Fr.153, Pl.Prt.315e, etc.; [Ζήνων] π. τοῦ Παρμενίδου his darling pupil, Id.Prm.127b;

π. ὢν καὶ πιστότατος Th.1.132

, cf. Pl. Phdr.239a: seldom as a real pl.,

ἐρασταὶ καὶ π. Id.Smp.178e

, Onos. 24; rarely of a girl, Cratin.258, Eup.327: generally, Philostr.Her. 2.7.
b metaph., darling pursuit,

φιλοσοφία τὰ ἐμὰ π. Pl.Grg.482a

, cf. Max. Tyr.35.1, Lib.Or.59.133.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παιδικός — of a child masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδικός — ή, ὁ (ΑΜ παιδικός, ή, όν) [παῖς, παιδός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε παιδί (α. «παιδική ηλικία» η περίοδος τής ζωής τού ανθρώπου από τη γέννηση έως την έναρξη τής ήβης θ. «παιδικό θέατρο» γ. «παιδικός χορός», Λυσ.) 2. παιδαριώδης,… …   Dictionary of Greek

  • παιδικός σταθμός — Ειδικό παιδαγωγικό ίδρυμα που δέχεται, κατά κανόνα, παιδάκια 3 5 ετών, δηλαδή πριν από το δημοτικό σχολείο. Η εμφάνισή του, μετά το προηγούμενο των αιθουσών φύλαξης, είναι εντελώς σύγχρονη, συνδεδεμένη με την εμφάνιση και διάδοση του… …   Dictionary of Greek

  • παιδικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται, που ανήκει σε παιδιά, που έχει σχέση με παιδιά: Η τεχνολογία στα παιδικά παιχνίδια έκανε καταπληκτική πρόοδο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παιδικώτερον — παιδικός of a child adverbial comp παιδικός of a child masc acc comp sg παιδικός of a child neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδικαῖς — παιδικός of a child fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδικαί — παιδικός of a child fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδικοί — παιδικός of a child masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδικούς — παιδικός of a child masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδικῆς — παιδικός of a child fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδικῇ — παιδικός of a child fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”